- ηδυφρων
- ἡδύφρωνἡδύ-φρων2, gen. ονος благосклонный, милостивый, ласковый
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] … Dictionary of Greek
ἡδύφρονα — ἡδύφρων sweet minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek